ὀλιγοχρήματος

ὀλιγοχρήματος
ὀλιγο-χρήματος, von wenigem Vermögen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ολιγοχρήματος — η, ο (Α ὀλιγοχρήματος, ον) νεοελλ. αυτός που απαιτεί δαπάνη λίγων χρημάτων, οδιγοδάπανος αρχ. αυτός που αποτελείται από λίγα χρήματα («ὀλιγοχρημάτου παρακαταθήκης», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ό) (βλ. λ. λιγο ) + χρῆμα, ατος] …   Dictionary of Greek

  • ὀλιγοχρήματον — ὀλιγοχρήματος of masc/fem acc sg ὀλιγοχρήματος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρημάτου — ὀλιγοχρήματος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀλιγοχρημάτους — ὀλιγοχρήματος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιγο- — και ολιγ(ο) (AM ολιγ[ο] , Μ και λίγ[ο] ) τύπος «σύνθετου υποκοριστικού» (πρβλ. μικρο , χαμο , υπο κ.ά.) που ανάγεται στο επίθ. ολίγος*. Δηλώνει σμίκρυνση ή υποκορισμό τής σημασίας τού β συνθετικού. Τα σύνθετα τού τύπου ολιγ(ο) αποτελούν το… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοχρηματία — η (Α ὀλιγοχρηματία) [ολιγοχρήματος] έλλειψη χρημάτων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”